ενδημώ — ενδήμησα, αμτβ. 1. παραμένω σε κάποιον τόπο, μένω στην πατρίδα μου (αντίθ. αποδημώ). 2. (ιατρ.), είμαι ενδημικός (βλ. λ., 2): Η αρρώστια ενδημεί πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνδημῶ — ἐνδημέω live at pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνδημέω live at pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνδημέω live at pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνδημέω live at pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδήμῳ — ἔνδημος dwelling in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
καταστηρίζω — (Α) 1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω 2. δοκιμάζω 3. αποδεικνύω 4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, η, ον ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek
παρενδημώ — έω, Α 1. παραμένω, διαμένω σε έναν τόπο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνδημῶ «διαμένω σ έναν τόπο»] … Dictionary of Greek
προενδημώ — έω, Α 1. παραμένω, διαμένω προηγουμένως κοντά σε κάποιον 2. επικρατώ, υπερισχύω προηγουμένως 3. συνηθίζω εκ τών προτέρων σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνδημῶ «διαμένω μόνιμα σ έναν τόπο»] … Dictionary of Greek
συνενδημώ — έω, Μ [ἐνδημῶ] διαμένω μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek